νηρείτης

νηρείτης
νηρείτης or [full] νηρίτης [pron. full] [ῑ], ου, , name for several kinds of
A sea-snails, Arist.HA530a12, 535a19, 547b23, PA679b20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νηρείτης — νηρείτης, ὁ (Α) βλ. νηρίτης …   Dictionary of Greek

  • νηρίτης — και νηρείτης, ὁ (Α) ονομασία διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το ανθρωπωνύμιο Νηρεύς, απ όπου και η γρφ. νηρείτης. Ο παρλλ. τ. τής λ. ἀναρίτης* γεννά προβλήματα λόγω τού αρκτικού α …   Dictionary of Greek

  • αναρίτης — ἀναρίτης, ο (Α) θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)] …   Dictionary of Greek

  • νερίτη — η ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nerita < λατ. nerita «είδος μαλακίων» < νηρείτης / νηρίτης «είδος θαλάσσιων σαλιγκαριών»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”